- παρεκτεταμένος
- παρεκτείνωstretch out in lineperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ισμένος — η, ο παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τού παθ. παρακμ. μένος (πρβλ. λυ μένος, πλυ μένος) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. πότ ισ α: ποτ ισ μένος, τά ϊσ α: τα ϊσ μένος). Χρησιμοποιήθηκε αναλογικά και στη μτχ. τού παθ. παρακμ. και άλλων ρ … Dictionary of Greek
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
-ιστός — (ΑΜ ιστός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τος τών ρηματικών επιθ. (πρβλ. αγαπη τός < αγαπώ, λυ τός < λύω) από το θ. σε ισ τού αορ. πολλών ρημάτων (συνήθως σε ίζω), πρβλ. αρχ. κυλίνδω «κυλῶ», αόρ. ἑκύλ ισ α > κυλ ισ τός, νεοελλ. γεμ ίζω,… … Dictionary of Greek
έστε — I (Este). Τοποθεσία της Ιταλίας στην επαρχία της Πάντοβα, η οποία στην αρχαιότητα ήταν ακμαία πόλη με την ονομασία Ατέστε. Κατοικήθηκε πρώτα από λαό αβέβαιης καταγωγής, με τον οποίο αναμείχθηκαν την 2η χιλιετία π.Χ. οι Βενετοί, που ήρθαν από τα… … Dictionary of Greek
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
ακάκητα — ἀκάκητα, ο (Α) επικός τύπος του ἄκακος*, ως επίθ. τού Ερμή και τού Προμηθέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τύπος επιθέτου από τον τ. ἀκάκης*. Πρβλ. Ἀκακήσιος] … Dictionary of Greek
ακροβύστιος — ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ακροβυστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επιθ. ακρόβυστος ή ακροβύστης, πιθ. με επίδραση τής λ. ακροβυστία*] … Dictionary of Greek
ακροκεράματα — τα πλάκες που τοποθετούνται κάτω από τα κεραμίδια στις άκρες τής εξωτερικής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + ουσ. κεράμι παρεκτεταμένος τ. αντί ακροκέραμα, αναλογικά προς λ. όπως: αλόγατα, προσώπατα κ.λπ.] … Dictionary of Greek
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek